u039Du0395u039F.jpg

School Image

16

 

    

 

Την Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016 οι μαθητές του 1ου τμήματος της Α΄ τάξης του Γυμνασίου Ευηνοχωρίου είχαμε την ευκαιρία να ζήσουμε μια μοναδική εμπειρία. Παρουσίασαμε στους συμμαθητές μας θέατρο σκιών. Αφορμή υπήρξε το κείμενο του Αντώνη Μόλλα « Η πείνα του Καραγκιόζη», που βρίσκεται στο βιβλίο της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.

   Με τη συμπαράσταση και την ενθάρρυνση της φιλολόγου μας, μοιράσαμε ρόλους και χωριστήκαμε σε ομάδες. Άλλοι ανέλαβαν τα σκηνικά, άλλοι το φωτισμό, την αίτηση προς το Διευθυντή του σχολείου, με την οποία ζητούσαμε να μας παραχωρήσει συγκεκριμένη ώρα και ημέρα την αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, άλλοι τη φωτογράφιση και τη βιντεοσκόπηση, άλλοι τη μουσική επένδυση, το ρόλο των αφηγητών, την κατασκευή της αφίσας.

  Δουλέψαμε όλοι σκληρά. Αρωγοί μας ο καθηγητής των Καλλιτεχνικών, που μας βοήθησε να κατασκευάσουμε τις φιγούρες και η καθηγήτρια της Μουσικής, που μας έπαιξε στο αρμόνιο τον «Καραγκιόζη» του Δ.Σαββόπουλου και τραγουδήσαμε όλοι με χαρά.

 Περάσαμε μια υπέροχη ώρα με μουσική και γέλια. Ζήσαμε δημιουργικά και βιωματικά το κείμενο του Α.Μόλλα. Καταλάβαμε τη μεγάλη σημασία που έχει το θέατρο. Δουλέψαμε ομαδικά και το αποτέλεσμα ήταν εξαίρετο. 

 Ευχαριστούμε τον Διευθυντή και τους καθηγητές μας, που βοήθησαν να υλοποιηθεί το όνειρό μας.

Ευχόμαστε να επαναληφθεί!

Οι Μαθητές του Α1 Γυμνασίου Ευηνοχωρίου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο Διευθυντής και ο Σύλλογος των εκπαιδευτικών του Γυμνασίου Ευηνοχωρίου συγχαίρουν τη μαθήτρια της Α΄ Τάξης του σχολείου , Ελένη ? Μαρίνα Βοτσαΐτη, που διακρίθηκε στον Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό διηγήματος  «Όσα φέρνει ο Ταχυδρόμος».Της εύχονται από καρδιάς πάντα να αριστεύει και να διακρίνεται στη γνώση και στο ήθος.

Τον διαγωνισμό προκήρυξε η Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης σε συνεργασία με τα «Ελληνικά Ταχυδρομεία» με σκοπό την ανάδειξη της δυναμικής του γραπτού λόγου στην έκφραση ιδεών και συναισθημάτων που ενισχύουν την ανθρώπινη επικοινωνία. Κριτική επιτροπή, που ορίστηκε από τα ΕΠΕΣ του Γυμνασίου και του Λυκείου της Ευαγγελικής Σχολής, αποτελούνταν από εκπαιδευτικούς, πανεπιστημιακούς και λογοτέχνες, οι  οποίοι αξιολόγησαν το διήγημα και το επέλεξαν για να συμπεριληφθεί σε συλλογικό τόμο. Ο τόμος θα εκδοθεί από τα «Ελληνικά Ταχυδρομεία» εντός του 2016 και η μαθήτρια που συνέγραψε το βραβευμένο κείμενο  θα λάβει αντίτυπο της ειδικής αυτής έκδοσης.

 

 

 

 

 

bankas_2.jpgΑ΄ Γυμνασίου

Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

Αντόν Τσέχωφ, «Βάνκας» (19ος αιώνας)

ΔΟΜΗ ? ΕΝΟΤΗΤΕΣ:

 

1η ενότητα: Η μοναξιά του Βάνκα στο τσαγκαράδικο του Αλιάχιν και η απόφασή του να γράψει γράμμα στον παππού του («Ο Βάνκας Ζούκοφ... μονάχα εσύ μου απόμεινες.»)

2η ενότητα: Ο Βάνκας αναπολεί την ξένοιαστη ζωή στο χωριό του με τον παππού στο παρελθόν («Ο Βάνκας κοίταξε κατά το σκοτεινό παραθύρι... τον έτριψαν με χιόνι για τις γιορτές.»)

3η ενότητα: Η σκληρή ζωή του Βάνκα στη Μόσχα στο σπίτι του αφεντικού του και η παράκληση στον παππού του να τον πάρει από κει («Ο Βάνκας αναστέναξε... Ο εγγονός σου Ιβάν Ζούκοφ, αγαπημένες μου παππού, έλα.» )

4η ενότητα: Ο Βάνκας στέλνει γράμμα στον παππού του, που δε θα φτάσει ποτέ στον προορισμό του («Ο Βάνκας δίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα. ... κουνώντας την ουρά του.»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ? ΙΔΕΕΣ - ΘΕΜΑΤΑ

Στο διήγημα αυτό ο Τσέχωφ με ρεαλισμό και ευαισθησία επικεντρώνται στο θέμα της παιδικής βιοπάλης.  Επιπλέον, ένα  άλλο θέμα του διηγήματος είναι η αντίθεση ανάμεσα στο σκληρό-δυστυχισμένο παρόν και στο ευτυχισμένο παρελθόν.

Κεντρικός ήρωας είναι ο Βάνκας, ένα μικρό και αθώο παιδί που πέφτει θύμα κακομεταχείρισης και εκμετάλλευσης από το σκληρό αφεντικό του. Παραμονή Χριστουγέννων ο μικρός Βάνκας, νιώθοντας θλίψη και μοναξιά στο σπίτι του αφεντικού του στη Μόσχα, αναπολεί τις ευτυχισμένες μέρες που έζησε με τον παππού του στο χωριό.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ

Συναισθήματα του Βάνκα για τον παππού:

-         αγάπη, αφοσίωση, εμπιστοσύνη, τρυφερότητα, αδυναμία

-         νοσταλγία για τις στιγμές του, πολλές καλές αναμνήσεις

-         θεωρεί τον παππού ως τη μόνη ελπίδα σωτηρίας

Συναισθήματα Βάνκα

-         πίκρα, απογοήτευση, απελπισία, παράπονο

-         μοναξιά, εγκατάλειψη, νιώθει απροστάτευτος

-         αίσθημα αδικίας, εκμετάλλευσης και κακομεταχείρισης από τους άλλους, γίνεται αντικείμενο κοροϊδίας και γελοιοποίησης από το αφεντικό του

-         μικρός βιοπαλαιστής, έρχεται αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ

  • Ο «Βάνκας είναι ένα Ρεαλιστικό διήγημα που απεικονίζει τη σκληρή πραγματικότητα. Δεν εξιδανικεύει ούτε ωραιοποιεί τις διάφορες καταστάσεις, αλλά τις παρουσιάζει δύσκολες και άσχημες όπως πραγματικά είναι.
  • Χρόνος

Το διήγημα εξελίσσεται σε δύο χρόνους, δηλαδή στο παρόν στο καλφάδικο του Αλιάχιν στη Μόσχα και στο παρελθόν στο σπίτι του παππού στο χωριό.

Παρόν: Η νύχτα των Χριστουγέννων: το παιδί αποφασίζει να γράψει ένα γράμμα στον παππού του. Η επιλογή της συγκεκριμένης νύχτας τονίζει την αντίθεση (Χριστούγεννα = οικογενειακή γιορτή αγάπης/ ο Βάνκας είναι ορφανός, μόνος και δυστυχισμένος). 

Παρελθόν: Ζωντανεύει μέσα από δύο τεχνάσματα α) το γράμμα που γράφει στον παππού και β) το παράθυρο του δωματίου, όπου ?ζωντανεύει? η μορφή του παππού.

Το παρελθόν και το παρόν συγχέονται στο μυαλό του Βάνκα, όπως σε όνειρο

  • Αφηγητής ? αφήγηση (Ι)

α) πρωτοπρόσωπος αφηγητής (το γράμμα του Βάνκα) ή πρωτοπρόσωπη αφήγηση

-         είναι αφήγηση ?υποκειμενική?, δηλαδή μια αφήγηση που δίνεται μέσα από την προσωπική ματιά ενός ήρωα

-         αποτελεί εμπειρία από πρώτο χέρι (ή αυθεντική μαρτυρία) και επομένως χαρακτηρίζεται από το  εμπειρικό και βιωματικό στοιχείο

-         έχει ζωντάνια, παραστατικότητα

β) τριτοπρόσωπος αφηγητής ή τριτοπρόσωπη αφήγηση:

-         είναι μια πιο ?αντικειμενική? αφήγηση

-         Πρόκειται για μια πανοραμική ή παντογνωστική ματιά στα πρόσωπα και τα πράγματα, δηλαδή δίνει όχι μόνο αυτά που συμβαίνουν στην εξωτερική πραγματικότητα και τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, αλλά και τον εσωτερικό κόσμο του ήρωα, τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του.

-         είναι αφήγηση από απόσταση

  • Αφηγητής ? αφήγηση (ΙΙ)

Μπορούμε να διακρίνουμε δύο ακόμη κατηγορίες στην αφήγηση:

  1. συγχρονική αφήγηση: αφήγηση των γεγονότων του αφηγηματικού παρόντος.
  2. αναδρομική αφήγηση: αφήγηση των γεγονότων του παρελθόντος
  • Τραγική ειρωνεία(ο αναγνώστης-ακροατής ξέρει, ενώ ο ήρωας δεν ξέρει)
  • Συγκερασμός (= συνδυασμός) κωμικού και τραγικού στοιχείου:

δίνει ανάλαφρο τόνο στο κείμενο που ξεκουράζει τον αναγνώστη

ταυτόχρονα εντείνει την τραγικότητα

Γλώσσα ? ύφος

Γλώσσα: απλή, καθημερινή, περιγραφική

Ύφος: άμεσο, απλό. Έχει μια ηθελημένη πεζότητα όταν περιγράφει τη ζωή στη Μόσχα, ενώ γίνεται λυρικό, νοσταλγικό, γεμάτο ένταση όταν περιγράφει τη ζωή στο χωριό.

Σχήματα λόγου

Μεταφορές: «δέντρα σημωμένα», «ουρανός σπαρμένος με αστέρια», «γλυκιές ελπίδες», «τα έλατα κουκουλωμένα καρτερούσαν ακίνητα» κλπ. 

Σχήμα κύκλου: «Έλα γρήγορα αγαπημένε μου παππού... έλα.» (σ. 193)

 

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΛΙΟΝΤΑΡΙΩΝ

   Όλα τα ζώα στηναφρικάνικησαβάνα γιορτάζουν τη γέννηση του μικρούλιονταριούΣίμπα του γιου του βασιλιά Μουφάσα και της βασίλισσας Σαράμπι, εκτός από τον νεότερο αδελφό του βασιλιά, τον ζηλιάρη Σκαρ. Λίγο καιρό αργότερα ο πατέρας του Σίμπα του δείχνει όλο το βασίλειο και του εξηγεί για τον κύκλο της ζωής. Λίγη ώρα μετά ο θείος του Σίμπα, ο Σκαρ ο οποίος θέλει να ξεφορτωθεί τον ανιψιό του για να διαδεχθεί αυτός τον αδελφό του στο θρόνο του είπε για ένα μέρος που λέγεται νεκροταφείο ελεφάντων στο οποίο ο Μουφάσα είχε απαγορεύσει στο γιο του να πάει εκεί πέρα. Μετά ο Σίμπα ζήτησε από τη μητέρα του τη Σαράμπι να πάει στο νερόλακο με τη φίλη του τη Νάλα, όμως στην πραγματικότητα ήθελε να πάει στο νεκροταφείο ελεφάντων. Ενώ πήγαιναν στο νερόλακο τους συνόδευε ο Ζάζου, ένας βούκερος ο οποίος είναι ο αρχιοικονόμος του Μουφάσα. Τα δύο λιονταράκια προσπαθούσαν να τον ξεφορτωθούν και μετά πήγαν στο Νεκροταφείο Ελεφάντων αλλά ο Ζάζου τους βρήκε και τους είπε ότι έχουνε απομακρυνθεί από τα σύνορα της περιοχής τους και διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο. Πράγματι αμέσως μετά βγήκαν τρειςύαινεςη Σένζι, ο Μπανζάι και ο Εντ και προσπάθησαν να τα σκοτώσουν, αλλά τα λιονταράκια και ο Ζάζου έτρεξαν να σωθούν. Λίγο πριν τα σκοτώσουν ο Σίμπα προσπάθησε να τις τρομάξει με βρυχηθμό αλλά μάταια, αμέσως μετά ήρθε ο Μουφάσα και έδιωξε τις ύαινες. Στο δρόμο της επιστροφής ο Μουφάσα έστειλε τον Ζάζου και τη Νάλα σπίτι αλλά κράτησε τον Σίμπα και του είπε πόσο έξαλλος ήταν που τον παράκουσε. Ο Σίμπα προσπάθησε να του πει πώς το έκανε για να γίνει γενναίος. Ο Μουφάσα του είπε πώς επειδή είναι κάποιος γενναίος δεν σημαίνει ότι πρέπει να μπλέκει συνέχεια σε μπελάδες. Αργότερα ενώ πατέρας και γιος παίζανε στο γρασίδι ο Σίμπα τον ρώτησε αν είναι φιλαράκια και αν θα είναι πάντα μαζί. Ο Μουφάσα λέει στον γιο του να κοιτάξει τα άστρα πάνω στον ουρανό λέγοντάς του ότι οι βασιλιάδες του παρελθόντος είναι εκεί πάνω και τους παρακολουθούν και του λέει πώς όποτε νιώθει μόνος θα είναι αυτοί εκεί πέρα να τον βοηθήσουν και θα κάνει και αυτός το ίδιο.        

   Αργότερα πίσω στο νεκροταφείο οι ύαινες ξεκουράζονταν αφού ηττήθηκαν από τον Μουφάσα, στην πραγματικότητα οι ύαινες ήταν απεσταλμένες από τον Σκαρ για να σκοτώσουν τον Σίμπα. Ο Σκαρ είπε στις ύαινες ότι σχεδιάζει να γίνει βασιλιάς και ότι θέλει να σκοτώσει και τον Σίμπα και τον Μουφάσα. Την επόμενη μέρα ο Σκαρ έστειλε τον Σίμπα σε ένα φαράγγι και του είπε πώς ετοιμάζεται μια έκπληξη την οποία σχεδίασε ο πατέρας του. Ξαφνικά ένα μεγάλο κοπάδιγκνου καταδιωκόταν από τις ύαινες με σκοπό να τα στείλουν στο μέρος του Σίμπα και να τον ποδοπατήσουν, ο Σίμπα έτρεχε να σωθεί νομίζοντας πώς ο πανικός των γκνου προκλήθηκε απ' τον βρυχηθμό του. Λίγο αργότερα ο Μουφάσα ήρθε να σώσει το γιο του μέσα στο χαλασμό αλλά ήταν πολύ δύσκολο να τον σώσει μέσα στον πανικό. Έπειτα ο Μουφάσα εξαντλημένος και βαριά τραυματισμένος σκαρφάλωνε το φαράγγι με όση δύναμη του είχε απομείνει, εκεί που σκαρφάλωνε είδε τον αδελφό του τον Σκαρ και του ζήταγε να τον σηκώσει. Ο Σκαρ τον γράπωσε με τα νύχια του και του είπε "Αντίο Βασιλιά" και τον άφησε κάτω να πέσει, ο Μουφάσα έπεσε κάτω στο φαράγγι και πέθανε. Ο Σίμπα βλέποντας τον πατέρα του να πέφτει έτρεξε προς το μέρος του και προσπαθούσε να τον ξυπνήσει αλλά ο πατέρας του δεν σηκωνότανε, φώναζε για βοήθεια. Ο Σκαρ ήρθε και ο Σίμπα προσπαθούσε να του πει πώς ήταν ατύχημα, ο Σκαρ του είπε πως ο πατέρας του πέθανε εξαιτίας του και τον έκανε να νιώθει ενοχές. Το απελπισμένο λιονταράκι χωρίς να ξέρει τι να κάνει τον ρώτησε τι πρέπει να κάνει και αυτός τον εξόρισε, του είπε να φύγει και να μην ξαναγυρίσει ποτέ. Ο Σκαρ έστειλε ξανά τις ύαινες να τον σκοτώσουν αλλά αυτός το έσκασε. Το ίδιο βράδυ ο Σκαρ είπε στην αγέλη για το θάνατο του Μουφάσα και του Σίμπα και είπε ότι θα αναλάβει το θρόνο ως νέος βασιλιάς.

   Την επόμενη μέρα ο Σίμπα βρέθηκε αναίσθητος αλλά ζωντανός από τους Τιμόν και Πούμπα, οι οποίοι μεγάλωσαν τον Σίμπα. Καθώς μεγάλωνε ο Σίμπα τον βρήκε τυχαία η παλιά του φίλη η Νάλα, η οποία ενθουσιάστηκε που τόσο καιρό τον είχαν όλοι για νεκρό. Οι δυο τους ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλον. Αργότερα η Νάλα λέει σε τι κατάσταση έχει φέρει ο Σκαρ το βασίλειο του πραγματικού βασιλιά, δηλαδή του Σίμπα και του λέει να γυρίσει πίσω αλλά εκείνος αρνείται. Αργότερα τον συνάντησε ένας γέρος ο Ραφίκι και του είπε ότι ξέρει τον ίδιο και τον πατέρα του και του είπε πώς ο πατέρας του ζει ακόμη. Λίγο αργότερα βρέθηκαν οι δυο τους σε μια λίμνη και ο Ραφίκι είπε στο Σίμπα να κοιτάξει στη λίμνη αλλά αυτός έβλεπε μόνο την αντανάκλαση του εαυτού του, ο Ραφίκι του είπε να κοιτάξει καλύτερα, όταν το έκανε εμφανίστηκε η μορφή του Μουφάσα στο νερό και ο Ραφίκι είπε στον Σίμπα "Βλέπεις; Ζει μέσα σου". Τότε το φάντασμα του Μουφάσα εμφανίστηκε και καλούσε τον Σίμπα. Ο Μουφάσα είπε στον Σίμπα ότι έχει ξεχάσει ποιος είναι και έχει ξεχάσει και τον ίδιο. Του είπε πώς έτσι όπως κατάντησε είναι ένα τίποτα και του είπε να κοιτάξει μέσα απ' τον εαυτό του, να πάρει τη θέση που πραγματικά του αξίζει στον κύκλο της ζωής. Ο Σίμπα λέει πώς δεν γυρνάει πίσω, πώς δεν είναι αυτός που ήταν κάποτε. Ο Μουφάσα του λέει να θυμηθεί ποιος είναι, να πάρει αυτό που του αξίζει, να γίνει ο βασιλιάς και φεύγοντας του λέει "Θυμήσου ποιος είσαι". Έπειτα ο Σίμπα αποφάσισε να γυρίσει πίσω.

   Αργότερα ο Σίμπα μαζί με τη Νάλα, τον Τιμόν και τον Πούμπα επέστρεψαν πίσω βλέποντας πώς η πράσινη πεδιάδα έχει γίνει ξερότοπος. Ο Σίμπα εμφανίστηκε μπροστά στο Σκαρ και εκείνος τρομοκρατήθηκε νομίζοντας πώς ήταν ο Μουφάσα, αλλά αργότερα εκείνος φανερώθηκε. Ο Σκαρ προσπάθησε να στρέψει το πλήθος εναντίον του Σίμπα λέγοντας πώς εκείνος έφταιγε που πέθανε ο Μουφάσα. Μια αστραπή χτύπησε και άναψε πυρκαγιά ενώ ο Σίμπα κρατιόταν μην πέσει, ο Σκαρ λέει στον Σίμπα πώς αυτός σκότωσε τον Μουφάσα και μόλις το άκουσε αυτό ο Σίμπα όρμησε πάνω στον Σκαρ αποκαλώντας τον "φονιά". Σύντομα μια μεγάλη μάχη ξέσπασε ανάμεσα στις λέαινες και τις ύαινες, ενώ ο βράχος καιγόταν στις φλόγες. Ο Σίμπα στρίμωξε τον Σκαρ σε μια άκρη. Ο Σκαρ είπε στον Σίμπα πώς για όλα φταίγανε οι ύαινες αλλά ο Σίμπα δεν τον εμπιστευότανε μιας και ότι του είχε πει όλο αυτόν τον καιρό ήταν ψέματα. Ο Σίμπα έστειλε το Σκαρ σε εξορία λέγοντας του να μην ξαναγυρίσει ποτέ. Ο Σκαρ πήγε να σκοτώσει το Σίμπα αλλά αυτός τον κλώτσησε με τα πίσω του πόδια και έτσι ο Σκαρ κατρακύλησε στα βράχια αλλά επέζησε. Οι ύαινες εμφανίζονται μπροστά του και τους αποκαλεί φίλους του. Όμως οι ύαινες είχαν ακούσει αυτό που είχε πει στο Σίμπα. Όλες μαζί προχωρούσαν προς το μέρος του ενώ ο Σκαρ προσπαθούσε να τους εξηγηθεί, αλλά αυτές δεν τον άκουγαν, όρμησαν πάνω του και τον σκότωσαν. Αργότερα άρχισε να βρέχει, ο Σίμπα ανέβαινε τον βράχο με τον Ραφίκι λέγοντας του "Ήρθε η ώρα". Ο Σίμπα άκουγε τον πατέρα του από ψηλά. Έτσι έβγαλε έναν δυνατό βρυχηθμό και μετά βρυχώνταν όλες οι λέαινες μαζί.   

   Μερικούς μήνες μετά η πεδιάδα πρασίνισε και έσφυζε ξανά από ζωή. Ο Ραφίκι έδειχνε στα υπόλοιπα ζώα το νεογέννητο λιονταράκι του βασιλιά Σίμπα και της βασίλισσας Νάλα.